- ποτανός
- -ά, -όν, και ποτηνός, -ή, -όν, Α1. αυτός που πετάει, ο φτερωτός (α. «ποτανοὶ οἰωνοί», Ευρ.β. «ποτανὰ πέδιλα», Ευρ.)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ποτανάτα πτηνά («αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῑς», Πίνδ.)3. φρ. α) «ποτανὸς ἐν Μοίσαισι» — αυτός που επιχειρεί υψηλά πετάγματα στην τέχνη, ο εμπνευσμένος ποιητής (Πίνδ.)β) «ποτανά μηχανά» — η φτερωτή τέχνη, η ποίηση (Πίνδ.)γ) παροιμ. «διώκει παῑς ποτανὸν ὄρνιν» — το μικρό παιδί κυνηγάει το πουλί να τὸ πιάσει, δηλαδή είναι μάταιος κόπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ποτ- τού πέτομαι + επίθημα -ανός (πρβλ. τραγανός). Ο τ. πιθ. έχει παραχθεί από τη λ. ποτή ή από το ρ. ποτάομαι].
Dictionary of Greek. 2013.